Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Ιωάννης Πολέμης, Το παλιό βιολί (από το ομώνυμο έργο)

Άκουσε τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ' Απρίλη.
Στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ' αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε και σώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν' αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; Τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται όσο αυτό παλιώνει.

Είμ' εγώ τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ' Απρίλη.
Στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; Τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με το χρόνο;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου όσο εγώ παλιώνω.

Λάμπρος Πορφύρας, Ω! Να που τέλος άραξες (από το έργο Ανεμώνες στον άνεμο)

Ω! Να που, τέλος, άραξες σ' αυτά τ' αγαπημένα,
στα βλογημένα μέρη αυτά, που τόσο τα ξεχνούσες,
τόσο τ' αρνιόσουν και που _αλί!_ θλιμμένος ολοένα,
μιαν ευτυχία αγνώριστη μεσ' στ' άγνωστο ζητούσες.

Νά την! Αλλού τη γύρευες, κι εκείνη εδώ είχε μείνει,
νά την μαζί σου όπου κι αν πας, κοντά σου. Πλάι πλάι,
νά την μακριά! Και νάτηνε στο κύμα, που ενώ σβήνει
_τρελό!_ ξεχνάει τη μοίρα του και σβει και τραγουδάει.