Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Ιωάννης Πολέμης, Το παλιό βιολί (από το ομώνυμο έργο)

Άκουσε τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ' Απρίλη.
Στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ' αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε και σώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν' αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; Τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται όσο αυτό παλιώνει.

Είμ' εγώ τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ' Απρίλη.
Στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; Τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με το χρόνο;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου όσο εγώ παλιώνω.

Λάμπρος Πορφύρας, Ω! Να που τέλος άραξες (από το έργο Ανεμώνες στον άνεμο)

Ω! Να που, τέλος, άραξες σ' αυτά τ' αγαπημένα,
στα βλογημένα μέρη αυτά, που τόσο τα ξεχνούσες,
τόσο τ' αρνιόσουν και που _αλί!_ θλιμμένος ολοένα,
μιαν ευτυχία αγνώριστη μεσ' στ' άγνωστο ζητούσες.

Νά την! Αλλού τη γύρευες, κι εκείνη εδώ είχε μείνει,
νά την μαζί σου όπου κι αν πας, κοντά σου. Πλάι πλάι,
νά την μακριά! Και νάτηνε στο κύμα, που ενώ σβήνει
_τρελό!_ ξεχνάει τη μοίρα του και σβει και τραγουδάει.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Κωσταντίνος Χατζόπουλος

1. Τι κλαίει; (Από το έργο Τα ελεγεία και τα ειδύλλια)
Τι κλαίει, τι κλαίει η καμπάνα,
μαύρη μου μάνα!
τι κλαίει, τι κλαίει τ' αγέρι;
ποιος ναν το ξέρει!
Και πάω και πάω μονάχη
στα έρμα βράχη
κι έχω το δρόμο χάσει
στα μαύρα δάση.
Τι κλαίει, τι κλαίει η καμπάνα,
μαύρη μου μάνα!
τι κλαίει, τι κλαίει τ' αγέρι;
ποιος ναν το ξέρει;

2. Άσ' τη βάρκα (από το έργο Απλοί τρόποι)
Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει το αέρι τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί.
Η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα. Ας το φέρει
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός.
Είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
Όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δεν θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σε ό,τι ρωτάς;
Κι ό,τι σ' έχει μαγέψει κι ό,τι σ' έχει γελάσει
το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ' ελπίδες να σέρνουν τυφλά την καρδιά.
Κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά.
Κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφή μια χαρά την προσμένει.

3. Μπροστά σου μ' έβγαλε (από το έργο Απλοί τρόποι)
Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα.
Στα βάλτα ο νους πού να το βάλει
πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα;
Με πήρες απ' το χέρι αγάλι
και μού 'πες: έλα, κάτι μένει.
Μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη
και δρόσισες το μέτωπό μου.
Ήτανε τάχα στ' ακρογιάλι
ή στην πλαγιά τη χιονισμένη;
Δεν μένει πια στο λογισμό μου
παρά η θωριά σου, φως λουσμένη.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Τασούλα Καραγεωργίου, Ευδόκιμος υπηρεσία (από το έργο Fragmentum αριθμός 53)

Γηράσκομεν διδάσκοντες αεί
μέσα σε κρύες αίθουσες
μ' αυθάδικην ηχώ
τυμπάνου αλαλάζοντος
Εμείς γηράσκομεν αεί
διδάσκοντες αυτούς
που είναι πάντα νέοι
-ένα ποτάμι που διαρκώς
αλλάζει τα νερά του-
Κι από τ' αυτιά μας
όλο ξεμακραίνει η βουή
καθώς εμείς διδάσκοντες
γηράσκομεν αεί
καρτερικά προσμένοντας
να μας σαρώσει
η τριακονταπενταετής
ευδόκιμος υπηρεσία

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Αργύρης Εφταλιώτης, Λύπη

Είναι βαριά κι ασήκωτα της λύπης τα φτερά
και δέρνουνται ακατάπαυστα στις ρεματιές του χρόνου,
που αν γλυκοπαίζουν γύρωθε τα γάργαρα νερά,
το λαλητό τους χάνεται στο σπάραγμα του πόνου.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Οδυσσέας Ελύτης, "Επτά νυχτερινά επτάστιχα", VI (από το έργο Πρώτα Ποιήματα)

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός


Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

T.S.Eliot, H ταφή του νεκρού, 60-76 (από το έργο Η έρημη χώρα, μετ. Γ. Σεφέρης)



Ανύπαρχτη Πολιτεία,

Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,

Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,

Δεν το 'χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.

Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,

Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.

Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κινγκ Ουίλλιαμ Στρητ,

εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες

Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.

Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: "Στέτσον!

Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια!

Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,

άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ' ανθίσει εφέτο;

Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;

Ω κράτα μακριά το Σκυλί, τον αγαπάει τον άνθρωπο,

'Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!

Συ! hypocrite lecteur!-mon semblable,-mon frere!"

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Γιώργος Σεφέρης, Υστερόγραφο (από το έργο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄)

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

Κύριε, όχι μ' αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ' αυτούς, η φωνή τους
δεν βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημνένη σε κίτρινα δόντια.

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ' ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας.
Πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν' ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ' ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης-
Κύριε, όχι μ' αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Μίλτος Σαχτούρης, "Η μητέρα" (από το έργο Έκτοτε)

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήταν
γεμάτοι ερείπια. Μοναχά τοίχους πεσμένους και
πέτρες έβλεπες. Κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν.
Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα.
Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη,
με πήρε απ' το χέρι και βρεθήκαμε σ' ένα
συμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας.
Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά...
Κι αυτή: Μην κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Μανόλης Αναγνωστάκης, 13-12-43 (από το έργο Εποχές)



Θυμάσαι που σού 'λεγα¨: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.

Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δεν θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε

Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού

Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι

με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση

Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι

-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;

Κι έσφιγγα τα χέρια σου

Δεν είχε τίποτα τ' αλλόκοτο η κραυγή μου.



...Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε

Μες στις πολύβουες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες

Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας

Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν

Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας

Χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται.

Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο να θυμόμαστε

Μες στην ψυχή μου σπαρταρά το εναγώνιο Γιατί,

Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης

Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση

Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.



Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται

Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει

Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου

Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Συχνά πως φτάνω σε θαρρώ (από το έργο Ασφόδελοι)

Συχνά πως φτάνω σε, θαρρώ, πουλί κρυμμένο στα κλωνιά,
αηδόνι, εσένα, πλάνο,
και κάποτε, για μια στιγμή, σκληρή της μοίρας μου απονιά,
νομίζω πως σε πιάνω.

Όμως, μονάχα τ' άξαφνο φτερούφγισμά σου που θροεί
σαν αστραπή μ' αγγίζει
και νιώθω εκεί που μάχομαι, να κρέμετ' όλη μου η ζωή
σ' ένα κλαδί που τρίζει.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Κ.Γ.Καρυωτάκης, [Ποια θέληση θεού] (από το έργο Ελεγεία)

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμε τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.

Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια,
μια μεγάλη πυγμή, που δε συντρίβει,
μα τιμωρεί κι αδιάκοπα πιέζει.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Κ.Γ. Καρυωτάκης, Πάρε τα δώρα (από το έργο Νηπενθή)

Πάρε τα δώρα της ψυχής σου νά 'ρτεις.
σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης,
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.

Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θε να σ΄ αρέσουν. 'Εχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.

Πάρε απαλά τον οίχτο σου, να φτάσεις,
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος ν' απαλύνει.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Κώστας Ουράνης, Νοσταλγίες

Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε αμίλητοι να φεύγουνε τα πλοία.

Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά, τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.

Σε λίγο στην απέραντη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί, ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,

προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα...
Κώστας Ουράνης, Vita nuova

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κι ηλιόφωτο, που να χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε.
Μακριά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και νά 'χω μέσα στην ψυχή των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Άγγελος Σικελιανός, Θεσσαλία IV(από το έργο Επίνικοι Α΄[1912-1913])

Σε λόφους που ροδίζει τ' ασφοδίλι
θε να πλανιέται ο πελαργός, που τα ίδια
χέρια του οχτρού του απλώσαν με φιλία,
το ειρηνικό πουλί που αυγή και δείλι
αργοπατάει στους κάμπους, και τα φίδια
ψάχνει, και στων σπιτιών τ' αποκαΐδια
χτίζει φωλιά, γαλήνια Θεσσαλία!
...............................................................

Ρυθμός, ρυθμός τη γη σου να γεμίσει,
τον ουρανό σου ν' αυλακώσει! Ω πλέρια
της δύναμης αντίχτυπα στη φύση,
παλμοί της ζωής ωσάν παλμοί απ' αστέρια,
πλάστρες φωτιές σα σύγνεφα στη δύση
πλούσιες, αλύγιστα ατσαλένια χέρια!
Ρυθμός, κι απάνωθέ σου να φυσήσει
σαν τα σφοδράσ μελτέμια σου, να σείσει
τον πλούτο σου στα λάβρα μεσημέρια! [...]
Άγγελος Σικελιανός, Άνοιξη (από τον Αλαφροΐσκιωτο)

Και να, φουντώνει η άνοιξη!
Το νέο μπουμπούκι δένει.
Χύνεται η μεγαλόπνοη
και λιγοθυμισμένη
αύρα από τα τετράψηλα,
και κρυφαναστενάζοντας
λυγάει τα κυπαρίσσια.
Οι ίσκιοι αλαφρώνουνε, οι αυγές,
κι η πελαγίσια
ριπή ανασταίνει τ' αφρολούλουδα
στα διάφανα τετράβαθά της πλάτια.
Από τη μια ως την άλλη νύχτα
ανοίγονται,
σκεπάζονται, ψηλά, τα μονοπάτια...

Και να, φουντώνει η άνοιξη!
Παντού ο λαός, να δράξει τη μανία
την ιερή, που ανάτρομη
σκορπάει στα τεραπέρατα αρμονία,
κι απ' τον αγώνα του κορμιού,
του νου, του δέντρου
υψώνει αντάμα,
σε βύθη αϊτίσια, αθώρητα,
το μέγα της χαράς το θάμα!

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Τέλλος ΄Αγρας, "Άφαντα πουλιά"

Παρόμοιες μ' άφαντα πουλιά, που κελαηδούν στα δάση,
πίσω απ' τους στίχους μου άφαντες οι πίκρες κατοικούνε.
Τους βλέπουν οι άλλοι να σκιρτούν, να τρέχουν τους ακούνε.
Το σπαραγμό τους ποιος μπορεί να τονε δοκιμάσει;

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Βύρων Λεοντάρης, Έτσι που τραύλισα... Ι (από τη συλλογή Εν γη αλμυρά)


Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν

γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας

Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη

Ανάσα και χειρονομία καμιά μεσ' στα αδειανά φωνήεντα

κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα

και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού

και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο

βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά

πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων

όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτέ

μιλάει μόνο με σήματα

μεσ' στην οχλαγωγία της ερημιάς

στις φαντασμαγορίες του τίποτε


Έτσι κι εμείς αδειάσαμε

και μας ψεκάσαν με αναισθητικό

έτσι που αποξενωθήκαμε απ' τον πόνο

_αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση..._

κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο


Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές

σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό

Αλλά το τρομερό καραδοκεί


Ότι δεν είναι τέχνη μεσ' στην τέχνη

αυτό

το ανθρώπινο

αυτό

κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Γιάννης Βαρβέρης, Πιάνο βυθού (από το ομώνυμο έργο)

Αυτές οι νότες
που σας στέλνω
με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα
μα κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ' τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυο
ως κάτω στο βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμια βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική.
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.

Γι' αυτό να μην ανησυχείτε.
Το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ' εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Κική Δημουλά, Κυκλάμινο σε γυάλινο μπουκαλάκι από φάρμακο (από το έργο Η εφηβεία της λήθης)
Σωτήρια η ιδέα σου να το εμφιαλώσεις.
Το παρέλαβα ζωντανό ακμαίο σαν να τό 'κοψε
για να δυναμώσει η ίδια η θέλησή του
κοιτάζοντας σε δίπτυχο ανάερο καθρέφτη
που επιδέξια τον περιέστρεφαν
τα απαστράπτοντα φτερά μιας πεταλούδας.

Το έχω ακουμπήσει σ' ένα σημείο φωτεινό.
Κάνει μια γούβα εκεί η διάθεση
λιμνάζει το φως και ξινίζει αχρησιμοποίητο-
δε νιώθει πια εκείνη την παλιά λυσσαλέα της
δίψα η αποζήτησή του.

Ακίνητη μην αποσπάσω του άνθους
την τεταμένη προσοχή απ' την αργή του εξάντληση
ρηχά βουτάω στο λιλά των φύλλων του μελάνι
τη δύσκολη καταγραφή της αγωνίας.

Κολλάει σαν ανιχνευτής κρυμμένου οξυγόνου
τα μέλη του στα λεία της ψευδαίσθησης τοιχώματα
βυζαίνει λαίμαργα τη ζωτική, συχνά, εξαπάτηση-
μοιάζει το διάφανο εμπόδιο του γυαλιού
με φως ελεύθερο και με βουνίσιο αέρα.

Προς στιγμήν απελπίζεται. Για να ελπίσει. Μυστικά.
Είναι η ελπίδα λαθραία εξουσία.
Όπως κι επιβίωση. Λαθραιότης είναι.

Και ξαναρχίζει ώσπου. Οι ίδιοι του οι χυμοί
όξος αντί δροσιάς στα χείλη της παραίτησης.

Και να διατηρείται ανθηρό παρά τις καταδιώξεις,
αυτό μόνον αυτό, αγαπητέ, που τα μαραίνει όλα.

Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Άρης Αλεξάνδρου, "Συνομιλώ άρα υπάρχω" (απόσπασμα), από το έργο Ευθύτης οδών
Οι αλλαγές στις αντιλήψεις συντελούνται μ' ευκολία
περίπου όπως σβήνεις τα γραμμένα σε μια πλάκα του δημοτικού
και γράφεις τα καινούρια.
Δικαιούμαστε ωστόσο να αισιοδοξούμε.
Θα ξεπηδήσουν κάποτε
οι λησμονημένες εγχαράξεις
όπως φανερώνονται στον σκουριασμένο μπρούντζο
μόλις τον καθαρίσεις με νιτρικό οξύ.
Πού θα βρεθεί ρωτάς;
Το υδρογόνο βρίσκεται στον τρόμο που αιωρείται πάνω απ' τα
κεφάλια σαν την τέφρα.
Νάτριο νιτρικό πίνουμε κάθε τόσο μαζί με το κρασί.
Τα τρία μέρη οξυγόνου
τα παρ'αγουν μέρα - νύχτα τα φύλλα των βιβλίων.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

K. Καρυωτάκης, "Μίσθια δουλειά", από το έργο Ελεγεία

Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2008

Οδυσσέας Ελύτης, από τη Μαρία Νεφέλη



Η Μαρία Νεφέλη λέει:



θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες.

Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη

και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός



Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.



Και ο Αντιφωνητής:



Γι' αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα

εκστρατεύουν-κοιτάξετε:

άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες

πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια



Κάθε καιρός και η Ελένη του.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Νικηφόρος Βρεττάκος, "Αναμονή", από το έργο PIETA

Με κολλημένο το μάγουλο πάνω στις Άλπεις,
δεμένα τα πόδια με άσπρα σκοινιά,
ευλογώ όπως ένας απόρρητος ασκητής
τη ζωή. Με απλωμένο το χέρι μου, έτοιμο,
περιμένω, απ' το πρώτο ανεπαίσθητο ράγισμα
του χιονιού, είμαι βέβαιος πως
θα προβάλει το θαύμα του ένα αγριολούλουδο.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Τ.Σ. Έλιοτ, "Θάνατος από πνιγμό" και "Τι είπε ο κεραυνός" (απόσπασμα). Από το έργο Η Έρημη Χώρα, Μετ. Γ. Σεφέρης



"Θάνατος από πνιγμό"

Φληβάς ο Φοίνικας, δεκαπέντε μέρες πεθαμένος,
Λησμόνησε την κραυγή των γλάρων, και το
φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω από τη θάλασσα ένα ρέμα
Έγλειψε τα κόκαλά του ψιθυρίζοντας. Μ' ανεβοκα-
τεβάσματα
Πέρασε τα στάδια των γερατειών του και της
νιότης του
Μπαίνοντας μέσα στη ρουφήχτρα.
Εθνικέ ή Εβραίε
Ω εσύ που γυρίζεις το τιμόνι κοιτάζοντας προς τον
αγέρα,
Στοχάσου το Φληβά, που ήταν κάποτες όμορφος
κι αψηλός σαν εσένα.


"Τι είπε ο κεραυνός"
[...]
Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια
Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου
Του δρόμου που ξετυλίγεται προς τα βουνά
Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό
Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε
Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε
Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μές στον άμμο
Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο [...]

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Το ποίημα της ημέρας

Κωστή Παλαμά,"Ένα λουλούδι στα κεραμίδια", από το έργο Περάσματα και χαιρετισμοί

Στ' άνανθα τα κεραμίδια του σπιτιού
φύτρωσ' έξαφνα ένα θαύμα, ένα λουλούδι.
Πώς τραβούσε! Είχε τη λάμψη του ματιού,
ροδοκόκκινο βυζασταρούδι.

Τ' άνανθα είχαν πάρει του περιβολιού
τον αέρα, το καμάρι.
Στο δροσόφεγγο ανοιξιάτικο του ηλιού
χαμογέλασε σαν το στόμα το βλαστάρι.

Σπόρος που τον έφερε μια πνοή,
φτερό, σκούπα, ένα πουλάκι, μια δουλεύτρα,
μια στιγμή, μιας γάστρας πρόσφορο. Κι η ζωή
νά τη στη χρυσή κορνίζα της μαγεύτρα!

Κυβερνήτη αυτού του κόσμου, όνειρο εσύ
κι όπως ο καθένας κι αν καλεί σε,
για μια στάλα από τ' άδολο κρασί
που κερνάς, ό,τι κι αν είσαι, πάντα να είσαι.

Μα όταν ύστερα για τ' άνθος τη ματιά
με την έγνια ξανακάρφωσα την ίδια,
πού είναι τ' άνθος; Και στο φως και στη νυχτιά
χάσκουν άνανθα τα κεραμίδια.

Α! του κάκου άγγελος ήρθες απλοϊκός
απ' της ομορφιάς τ' άχραντο κράτος,
θα σε σπάραξε περαστικός
των κεραμιδιών ο γάτος!

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

To ποιηματάκι της μέρας

Τίτος Πατρίκιος, από το Μεγάλο Γράμμα (1952)

ΧΙΙΙ
Δεν τη σκεφτήκαμε ποτέ
εκείνη τη μικρή κορομηλιά.
Ακλάδευτη έμεινε κι απότιστη,
πέτρωσε το χώμα γύρω της_
μικρή κορομηλιά
ακλάδευτη κι απότιστη
σε ξεχάσαμε.

Μικρή κορομηλιά
σε ξέχασε το πηγάδι
σε ξέχασε το δρομάκι μέσ' απ' τις φασολιές
σε ξέχασαν τα παιδιά με τις σφεντόνες...

(Εκείνος ο δρόμος ένα μαχαίρι.
Σκουριασμένο μαχαίρι
όχι ένα ψόφιο ψάρι που το σέρνει το παιδί στο χώμα.
Εκείνος ο δρόμος
ήταν μαχαίρι.)

Το ξεραμένο χόρτο
κρύβει τα λαγούμια των εντόμων,
κρύβει όσες ρίζες αναδεύονται
και μας δένουν με τη γη
τα λαγούμια που σκάβουν μέσα μας
οι ξεχασμένες ώρες.

Μα πώς μπορεί το κλαρί αυτό να βγάζει φύλλα;
Πώς μπορεί ο αγέρας ν' αρχίσει να θροΐζει εδώ;
Κορομηλιά μου καταπράσινη
πώς μπόρεσες;