Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Γιώργος Σεφέρης, Υστερόγραφο (από το έργο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄)

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

Κύριε, όχι μ' αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σαν μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.
Κύριε, όχι μ' αυτούς, η φωνή τους
δεν βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται εκεί κολλημνένη σε κίτρινα δόντια.

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ' ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας.
Πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν' ανασάνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ' ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης-
Κύριε, όχι μ' αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Μίλτος Σαχτούρης, "Η μητέρα" (από το έργο Έκτοτε)

Έψαχνα να βρω το σπίτι μου. Οι δρόμοι ήταν
γεμάτοι ερείπια. Μοναχά τοίχους πεσμένους και
πέτρες έβλεπες. Κι ούτε ένας άνθρωπος δεν φαινόταν.
Και τότε φάνηκε η άρρωστη μητέρα.
Ποτέ δεν ήταν τόσο καλά, γεμάτη ενέργεια και δύναμη,
με πήρε απ' το χέρι και βρεθήκαμε σ' ένα
συμπαθητικό δωμάτιο, το σπίτι μας.
Εγώ έκλαιγα, έκλαιγα γοερά...
Κι αυτή: Μην κλαις, ο καθένας μας με τη σειρά του.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Μανόλης Αναγνωστάκης, 13-12-43 (από το έργο Εποχές)



Θυμάσαι που σού 'λεγα¨: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.

Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δεν θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε

Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού

Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι

με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση

Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι

-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;

Κι έσφιγγα τα χέρια σου

Δεν είχε τίποτα τ' αλλόκοτο η κραυγή μου.



...Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε

Μες στις πολύβουες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες

Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας

Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν

Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας

Χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται.

Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο να θυμόμαστε

Μες στην ψυχή μου σπαρταρά το εναγώνιο Γιατί,

Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης

Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση

Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.



Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται

Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει

Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου

Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Συχνά πως φτάνω σε θαρρώ (από το έργο Ασφόδελοι)

Συχνά πως φτάνω σε, θαρρώ, πουλί κρυμμένο στα κλωνιά,
αηδόνι, εσένα, πλάνο,
και κάποτε, για μια στιγμή, σκληρή της μοίρας μου απονιά,
νομίζω πως σε πιάνω.

Όμως, μονάχα τ' άξαφνο φτερούφγισμά σου που θροεί
σαν αστραπή μ' αγγίζει
και νιώθω εκεί που μάχομαι, να κρέμετ' όλη μου η ζωή
σ' ένα κλαδί που τρίζει.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

Κ.Γ.Καρυωτάκης, [Ποια θέληση θεού] (από το έργο Ελεγεία)

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμε τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.

Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια,
μια μεγάλη πυγμή, που δε συντρίβει,
μα τιμωρεί κι αδιάκοπα πιέζει.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Κ.Γ. Καρυωτάκης, Πάρε τα δώρα (από το έργο Νηπενθή)

Πάρε τα δώρα της ψυχής σου νά 'ρτεις.
σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης,
κι αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.

Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θε να σ΄ αρέσουν. 'Εχω κόψει
το ρόδο, στο παράθυρο, που εγέλα
την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.

Πάρε απαλά τον οίχτο σου, να φτάσεις,
και πάρε του καημού σου τη γαλήνη.
Στα μάτια μου το χέρι θα περάσεις,
το βραδινό μου δέος ν' απαλύνει.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Κώστας Ουράνης, Νοσταλγίες

Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε αμίλητοι να φεύγουνε τα πλοία.

Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά, τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.

Σε λίγο στην απέραντη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί, ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,

προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα...
Κώστας Ουράνης, Vita nuova

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κι ηλιόφωτο, που να χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε.
Μακριά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και νά 'χω μέσα στην ψυχή των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Άγγελος Σικελιανός, Θεσσαλία IV(από το έργο Επίνικοι Α΄[1912-1913])

Σε λόφους που ροδίζει τ' ασφοδίλι
θε να πλανιέται ο πελαργός, που τα ίδια
χέρια του οχτρού του απλώσαν με φιλία,
το ειρηνικό πουλί που αυγή και δείλι
αργοπατάει στους κάμπους, και τα φίδια
ψάχνει, και στων σπιτιών τ' αποκαΐδια
χτίζει φωλιά, γαλήνια Θεσσαλία!
...............................................................

Ρυθμός, ρυθμός τη γη σου να γεμίσει,
τον ουρανό σου ν' αυλακώσει! Ω πλέρια
της δύναμης αντίχτυπα στη φύση,
παλμοί της ζωής ωσάν παλμοί απ' αστέρια,
πλάστρες φωτιές σα σύγνεφα στη δύση
πλούσιες, αλύγιστα ατσαλένια χέρια!
Ρυθμός, κι απάνωθέ σου να φυσήσει
σαν τα σφοδράσ μελτέμια σου, να σείσει
τον πλούτο σου στα λάβρα μεσημέρια! [...]
Άγγελος Σικελιανός, Άνοιξη (από τον Αλαφροΐσκιωτο)

Και να, φουντώνει η άνοιξη!
Το νέο μπουμπούκι δένει.
Χύνεται η μεγαλόπνοη
και λιγοθυμισμένη
αύρα από τα τετράψηλα,
και κρυφαναστενάζοντας
λυγάει τα κυπαρίσσια.
Οι ίσκιοι αλαφρώνουνε, οι αυγές,
κι η πελαγίσια
ριπή ανασταίνει τ' αφρολούλουδα
στα διάφανα τετράβαθά της πλάτια.
Από τη μια ως την άλλη νύχτα
ανοίγονται,
σκεπάζονται, ψηλά, τα μονοπάτια...

Και να, φουντώνει η άνοιξη!
Παντού ο λαός, να δράξει τη μανία
την ιερή, που ανάτρομη
σκορπάει στα τεραπέρατα αρμονία,
κι απ' τον αγώνα του κορμιού,
του νου, του δέντρου
υψώνει αντάμα,
σε βύθη αϊτίσια, αθώρητα,
το μέγα της χαράς το θάμα!

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Τέλλος ΄Αγρας, "Άφαντα πουλιά"

Παρόμοιες μ' άφαντα πουλιά, που κελαηδούν στα δάση,
πίσω απ' τους στίχους μου άφαντες οι πίκρες κατοικούνε.
Τους βλέπουν οι άλλοι να σκιρτούν, να τρέχουν τους ακούνε.
Το σπαραγμό τους ποιος μπορεί να τονε δοκιμάσει;

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Βύρων Λεοντάρης, Έτσι που τραύλισα... Ι (από τη συλλογή Εν γη αλμυρά)


Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν

γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας

Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη

Ανάσα και χειρονομία καμιά μεσ' στα αδειανά φωνήεντα

κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα

και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού

και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο

βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά

πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων

όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτέ

μιλάει μόνο με σήματα

μεσ' στην οχλαγωγία της ερημιάς

στις φαντασμαγορίες του τίποτε


Έτσι κι εμείς αδειάσαμε

και μας ψεκάσαν με αναισθητικό

έτσι που αποξενωθήκαμε απ' τον πόνο

_αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση..._

κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο


Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές

σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό

Αλλά το τρομερό καραδοκεί


Ότι δεν είναι τέχνη μεσ' στην τέχνη

αυτό

το ανθρώπινο

αυτό

κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Γιάννης Βαρβέρης, Πιάνο βυθού (από το ομώνυμο έργο)

Αυτές οι νότες
που σας στέλνω
με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα
μα κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ' τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυο
ως κάτω στο βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμια βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική.
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.

Γι' αυτό να μην ανησυχείτε.
Το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ' εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Κική Δημουλά, Κυκλάμινο σε γυάλινο μπουκαλάκι από φάρμακο (από το έργο Η εφηβεία της λήθης)
Σωτήρια η ιδέα σου να το εμφιαλώσεις.
Το παρέλαβα ζωντανό ακμαίο σαν να τό 'κοψε
για να δυναμώσει η ίδια η θέλησή του
κοιτάζοντας σε δίπτυχο ανάερο καθρέφτη
που επιδέξια τον περιέστρεφαν
τα απαστράπτοντα φτερά μιας πεταλούδας.

Το έχω ακουμπήσει σ' ένα σημείο φωτεινό.
Κάνει μια γούβα εκεί η διάθεση
λιμνάζει το φως και ξινίζει αχρησιμοποίητο-
δε νιώθει πια εκείνη την παλιά λυσσαλέα της
δίψα η αποζήτησή του.

Ακίνητη μην αποσπάσω του άνθους
την τεταμένη προσοχή απ' την αργή του εξάντληση
ρηχά βουτάω στο λιλά των φύλλων του μελάνι
τη δύσκολη καταγραφή της αγωνίας.

Κολλάει σαν ανιχνευτής κρυμμένου οξυγόνου
τα μέλη του στα λεία της ψευδαίσθησης τοιχώματα
βυζαίνει λαίμαργα τη ζωτική, συχνά, εξαπάτηση-
μοιάζει το διάφανο εμπόδιο του γυαλιού
με φως ελεύθερο και με βουνίσιο αέρα.

Προς στιγμήν απελπίζεται. Για να ελπίσει. Μυστικά.
Είναι η ελπίδα λαθραία εξουσία.
Όπως κι επιβίωση. Λαθραιότης είναι.

Και ξαναρχίζει ώσπου. Οι ίδιοι του οι χυμοί
όξος αντί δροσιάς στα χείλη της παραίτησης.

Και να διατηρείται ανθηρό παρά τις καταδιώξεις,
αυτό μόνον αυτό, αγαπητέ, που τα μαραίνει όλα.