Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Γιάννης Βαρβέρης
Αλκυονίδες
Είναι σεισμογενής η περιοχή
φοβάμαι, λες.
Είναι σεισμογενής για να ξυπνάμε
απ' το παρόν.

(Βαθέος γήρατος, 2011

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

Ιωάννης Πολέμης, Το παλιό βιολί (από το ομώνυμο έργο)

Άκουσε τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ' Απρίλη.
Στο παλιό κουφάρι του μια ψυχή λαλεί
με τ' αχνά κι απάρθενα της αγάπης χείλη.

Και τ' αηδόνι τ' άγρυπνο και το ζηλευτό
ζήλεψε και σώπασε κι έσκυψε κι εστάθη
για να δει περήφανο τι πουλί ειν' αυτό
που τα λέει γλυκύτερα της καρδιάς τα πάθη.

Ως κι ο γκιώνης τ' άχαρο, το δειλό πουλί,
με λαχτάρ' απόκρυφη τα φτερά τινάζει
και σωπαίνει ακούγοντας το παλιό βιολί
για να μάθει ο δύστυχος πώς ν' αναστενάζει.

Τι κι αν τρώει το ξύλο του το σαράκι; Τι
κι αν περνούν αγύριστοι χρόνοι κι άλλοι χρόνοι;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
η φωνή του γίνεται όσο αυτό παλιώνει.

Είμ' εγώ τ' απόκοσμο, το παλιό βιολί,
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά τ' Απρίλη.
Στο παλιό κουφάρι μου μια ψυχή λαλεί
με της πρώτης νιότης μου τα δροσάτα χείλη.

Τι κι αν τρώει τα σπλάχνα μου το σαράκι; Τι
κι αν βαδίζω αγύριστα χρόνο με το χρόνο;
Πιο γλυκειά και πιο όμορφη και πιο δυνατή
γίνεται η αγάπη μου όσο εγώ παλιώνω.

Λάμπρος Πορφύρας, Ω! Να που τέλος άραξες (από το έργο Ανεμώνες στον άνεμο)

Ω! Να που, τέλος, άραξες σ' αυτά τ' αγαπημένα,
στα βλογημένα μέρη αυτά, που τόσο τα ξεχνούσες,
τόσο τ' αρνιόσουν και που _αλί!_ θλιμμένος ολοένα,
μιαν ευτυχία αγνώριστη μεσ' στ' άγνωστο ζητούσες.

Νά την! Αλλού τη γύρευες, κι εκείνη εδώ είχε μείνει,
νά την μαζί σου όπου κι αν πας, κοντά σου. Πλάι πλάι,
νά την μακριά! Και νάτηνε στο κύμα, που ενώ σβήνει
_τρελό!_ ξεχνάει τη μοίρα του και σβει και τραγουδάει.

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Κωσταντίνος Χατζόπουλος

1. Τι κλαίει; (Από το έργο Τα ελεγεία και τα ειδύλλια)
Τι κλαίει, τι κλαίει η καμπάνα,
μαύρη μου μάνα!
τι κλαίει, τι κλαίει τ' αγέρι;
ποιος ναν το ξέρει!
Και πάω και πάω μονάχη
στα έρμα βράχη
κι έχω το δρόμο χάσει
στα μαύρα δάση.
Τι κλαίει, τι κλαίει η καμπάνα,
μαύρη μου μάνα!
τι κλαίει, τι κλαίει τ' αγέρι;
ποιος ναν το ξέρει;

2. Άσ' τη βάρκα (από το έργο Απλοί τρόποι)
Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,
ας ορίζει το αέρι τιμόνι, πανί,
τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,
είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί.
Η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα. Ας το φέρει
όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.

Ας αλλάζουν λιβάδια με βράχους και δάση,
γύρω ας φεύγουν που πύργοι, που καλύβας καπνός.
Είτε ειδύλλιο γελούμενο απλώνεται η πλάση,
είτε αντάρες και μπόρες κρεμά ο ουρανός,
μη θαρρείς το πανί σου μπορείς να βαστάξεις,
Όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις.

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
Κι έχεις πιάσει ποτέ σου το τι κυνηγάς;
Μη όπου σπέρνεις καλό το κακό δεν θερίζεις;
Δε σκοντάβεις σε ρώτημα σε ό,τι ρωτάς;
Κι ό,τι σ' έχει μαγέψει κι ό,τι σ' έχει γελάσει
το έχεις μόνος κερδίσει, μοναχός ετοιμάσει;

Άσε τότε το κύμα όπου θέλει να σπάζει,
άσ' ελπίδες να σέρνουν τυφλά την καρδιά.
Κι αν τριγύρω βογγά κι αν ψηλά συννεφιάζει
κάπου ο ήλιος σε κάποιο γιαλό θα γελά.
Κι αν πικρό την ψυχή σου το δάκρυ τη ραίνει,
πάντα κάπου κρυφή μια χαρά την προσμένει.

3. Μπροστά σου μ' έβγαλε (από το έργο Απλοί τρόποι)
Μπροστά σου μ' έβγαλε μια μπόρα.
Στα βάλτα ο νους πού να το βάλει
πως θ' άνθιζαν τα κρίνα τώρα;
Με πήρες απ' το χέρι αγάλι
και μού 'πες: έλα, κάτι μένει.
Μια βρύση κάπου ήταν κρυμμένη
και δρόσισες το μέτωπό μου.
Ήτανε τάχα στ' ακρογιάλι
ή στην πλαγιά τη χιονισμένη;
Δεν μένει πια στο λογισμό μου
παρά η θωριά σου, φως λουσμένη.

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Τασούλα Καραγεωργίου, Ευδόκιμος υπηρεσία (από το έργο Fragmentum αριθμός 53)

Γηράσκομεν διδάσκοντες αεί
μέσα σε κρύες αίθουσες
μ' αυθάδικην ηχώ
τυμπάνου αλαλάζοντος
Εμείς γηράσκομεν αεί
διδάσκοντες αυτούς
που είναι πάντα νέοι
-ένα ποτάμι που διαρκώς
αλλάζει τα νερά του-
Κι από τ' αυτιά μας
όλο ξεμακραίνει η βουή
καθώς εμείς διδάσκοντες
γηράσκομεν αεί
καρτερικά προσμένοντας
να μας σαρώσει
η τριακονταπενταετής
ευδόκιμος υπηρεσία

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Αργύρης Εφταλιώτης, Λύπη

Είναι βαριά κι ασήκωτα της λύπης τα φτερά
και δέρνουνται ακατάπαυστα στις ρεματιές του χρόνου,
που αν γλυκοπαίζουν γύρωθε τα γάργαρα νερά,
το λαλητό τους χάνεται στο σπάραγμα του πόνου.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Οδυσσέας Ελύτης, "Επτά νυχτερινά επτάστιχα", VI (από το έργο Πρώτα Ποιήματα)

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός


Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

T.S.Eliot, H ταφή του νεκρού, 60-76 (από το έργο Η έρημη χώρα, μετ. Γ. Σεφέρης)



Ανύπαρχτη Πολιτεία,

Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,

Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,

Δεν το 'χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.

Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,

Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.

Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κινγκ Ουίλλιαμ Στρητ,

εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες

Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.

Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: "Στέτσον!

Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια!

Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,

άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ' ανθίσει εφέτο;

Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;

Ω κράτα μακριά το Σκυλί, τον αγαπάει τον άνθρωπο,

'Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!

Συ! hypocrite lecteur!-mon semblable,-mon frere!"