T.S.Eliot, H ταφή του νεκρού, 60-76 (από το έργο Η έρημη χώρα, μετ. Γ. Σεφέρης)
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,
Δεν το 'χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.
Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,
Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.
Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κινγκ Ουίλλιαμ Στρητ,
εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες
Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: "Στέτσον!
Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια!
Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,
άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ' ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;
Ω κράτα μακριά το Σκυλί, τον αγαπάει τον άνθρωπο,
'Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!
Συ! hypocrite lecteur!-mon semblable,-mon frere!"