Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

T.S.Eliot, H ταφή του νεκρού, 60-76 (από το έργο Η έρημη χώρα, μετ. Γ. Σεφέρης)



Ανύπαρχτη Πολιτεία,

Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,

Χύνουνταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί,

Δεν το 'χα σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς.

Μικροί και σπάνιοι στεναγμοί αναδινόντουσαν,

Και κάρφωνε ο καθένας μπρος στα πόδια του τα μάτια.

Χύνουνταν πέρα στο ύψωμα και κάτω στο Κινγκ Ουίλλιαμ Στρητ,

εκεί που η Παναγία Γούλνοθ μέτραε τις ώρες

Με ήχο νεκρό στο στερνό χτύπημα των εννιά.

Εκεί είδα έναν που γνώριζα, και τον σταμάτησα, φωνάζοντας: "Στέτσον!

Συ που ήσουνα μαζί μου στις Μύλες με τα καράβια!

Κείνο το λείψανο που φύτεψες στον κήπο σου τον άλλο χρόνο,

άρχισε να βλασταίνει; Πες μου, θ' ανθίσει εφέτο;

Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;

Ω κράτα μακριά το Σκυλί, τον αγαπάει τον άνθρωπο,

'Τι με τα νύχια του θα το ξεχώσει πάλι!

Συ! hypocrite lecteur!-mon semblable,-mon frere!"