Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Μανόλης Αναγνωστάκης, 13-12-43 (από το έργο Εποχές)



Θυμάσαι που σού 'λεγα¨: όταν σφυρίζουν τα πλοία μην είσαι στο λιμάνι.

Μα η μέρα που έφευγε ήτανε δικιά μας και δεν θα θέλαμε ποτέ να την αφήσουμε

Ένα μαντήλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισμού

Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι

με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση

Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησμονημένοι

-Γιατί μας άφησαν όλοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;

Κι έσφιγγα τα χέρια σου

Δεν είχε τίποτα τ' αλλόκοτο η κραυγή μου.



...Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε

Μες στις πολύβουες πολιτείες και στις έρημες θάλασσες

Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας

Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν

Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας

Χαιρετώντας λευκά πανιά π' ανεμίζονται.

Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο να θυμόμαστε

Μες στην ψυχή μου σπαρταρά το εναγώνιο Γιατί,

Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης

Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου και δεν προσμένω απάντηση

Κανείς δε θ' αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.



Κι εσύ περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται

Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει

Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου

Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.